Τουρκική λίρα – μια σύνοψη
– παράγοντας αβεβαιότητας για τη νέα προεδρική θητεία Ερντογάν –
του Δημήτριου Πανά *
Δεν υπάρχει αμφισβήτηση πως η τουρκική οικονομία πλήττεται σφοδρά τον τελευταίο χρόνο. Η τουρκική λίρα υποτιμάται συνεχώς, ο πληθωρισμός είναι σε αρκετά υψηλά επίπεδα και το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί οξύνει την ήδη επιβαρυμένη τουρκική οικονομία.
Για να καταλάβουμε την τουρκική κρίση θα πρέπει να αναφερθούν κάποια στοιχεία των τελευταίων χρόνων. Μια οικονομική «κρίση» μπορεί να εκδηλώνεται μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ωστόσο πλάθεται καιρό πριν. Το ΑΕΠ της Τουρκίας το 2013 βρισκόταν στα $950 δις και έκτοτε φθίνει καταλήγοντας το 2017 στα $851 δις. Παράλληλα το χρέος της διατηρείται στα επίπεδα του 28,3% ως προς το ΑΕΠ. Ωστόσο οι τουρκικές επιχειρήσεις έχουν εξωτερικό χρέος περίπου $220 δις και αυτό σημαίνει πως με κάθε υποτίμηση της λίρας η αποπληρωμή γίνεται ακόμα πιο ακριβή. Αυτό βέβαια ισχύει και για όποιον έχει χρέος σε δολάρια ή ευρώ. Συγκεκριμένα, η λίρα στις 14 Αυγούστου του 2017 είχε συναλλαγματική ισοτιμία με το δολάριο 4,15/$. Στις 14 Αυγούστου του 2018 έχει 6,9/$. Για παράδειγμα, αν κάποιος είχε λάβει δάνειο 100$ θα έπρεπε να δώσει 415 λίρες και μετά από ένα χρόνο θα έπρεπε να αποπληρώσει 690 λίρες για το ίδιο ακριβώς ποσό. Βλέπουμε, λοιπόν, πως το τουρκικό νόμισμα κατρακυλάει, συμπαρασύροντας μαζί του ολόκληρη την εθνική οικονομία.
Δεν μπορεί να γίνει μονο-παραγοντική ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν στην πτώση της λίρας. Υπάρχουν αρκετές συνιστώσες που επηρεάζουν την μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών και προφανώς αυτό ισχύει και για το τουρκικό νόμισμα. Ένας σημαντικός παράγοντας για την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η πολιτική κατάσταση στην Τουρκία. Ο πρόεδρος της χώρας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έπειτα από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και τις προεδρικές εκλογές της 24ηςΙουνίου του 2018, συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες πάνω του. Οι άμεσες αναλύσεις δείχνουν πως τα πράγματα δεν εξελίσσονται ακριβώς όπως θα ήθελε, θέτοντας την οικονομία της χώρας σε κίνδυνο – αναφορές από παγκόσμιους επενδυτές. Οι αγορές αντιδρούν, προς στιγμήν αρνητικά, και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης το ίδιο.
Το τουρκικό δεκαετές ομόλογο στις αρχές Αυγούστου σπάζει το φράγμα του 20% εκφράζοντας έτσι την ανησυχία και την νευρικότητα των διεθνών αγορών. Παράλληλα, η Moody’s υποβαθμίζει την αξιολόγηση της Τουρκίας στο επίπεδο Ba3 από Ba2, με αρνητική προοπτική. Ο οίκος Fitch προχώρησε στην υποβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Τουρκίας, κατά μία βαθμίδα, σε ΒΒ από ΒΒ+ διατηρώντας αρνητική προοπτική, ενώ ο οίκος Standard & Poor’s την υποβάθμισε μία βαθμίδα, στο B+ από το BB-, διατηρώντας σταθερή την προοπτική της. Τα αίτια της υποβάθμισης πηγάζουν κυρίως από την ανησυχία για το πόσο ανεξάρτητη είναι η Κεντρική Τράπεζα, καθώς και για την έλλειψη ξεκάθαρου σχεδίου αντιμετώπισης της κρίσης.
Ένας ακόμα παράγοντας που αντικατοπτρίζει την εικόνα της οικονομίας και επηρεάζει συγχρόνως τις συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καθώς και η διαμόρφωση του χρέους της χώρας. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και συγκεκριμένα το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών μας δείχνει τα μεγέθη των εξαγωγών και εισαγωγών μιας χώρας. Όταν μια χώρα εισάγει περισσότερα από ότι εξάγει, τότε έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών και παράλληλα καλύπτει αυτό το κενό – συνήθως – με εξωτερικό δανεισμό. Στην περίπτωση της Τουρκίας, παρατηρείται μια ελλειμματικότητα του ισοζυγίου αυτού τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα την συσσώρευση ελλειμμάτων και κατά συνέπεια τη δημιουργία χρέους. Τονίζουμε σε αυτό το σημείο, πως δεν είναι απαγορευτικό να δανείζεται μια χώρα για να επενδύει και να διεκπεραιώνει τις υποχρεώσεις της. Θα πρέπει όμως να μην γίνεται εξαντλητικά και αναποτελεσματικά όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Θα πρέπει δηλαδή να αποφεύγεται η συνεχόμενη ελλειμματικότητα. Επιπρόσθετα, η κρίση της τιμής του πετρελαίου, το οποίο αποτελεί κατά 90% εισαγωγικό προϊόν της Τουρκίας, οδηγεί σε περεταίρω αύξηση των τιμών των εισαγωγών της και κατά συνέπεια περεταίρω αύξηση του ελλείμματός της. Όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση ελλείμματος και κατά συνέπεια δανεισμού, το χρέος το οποίο δημιουργείται θα πρέπει να είναι σε τέτοια επίπεδα ώστε να μπορεί η οικονομία να το διαχειρίζεται και να το αποπληρώνει.
Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι η διαμόρφωση του επιτοκίου καθώς και τα επίπεδα του πληθωρισμού. Είθισται οι χώρες με συνεχόμενο χαμηλό πληθωρισμό να έχουν ανατιμήσεις του νομίσματός τους, ενώ το αντίθετο, δηλαδή να υποτιμάται το νόμισμά τους, σε περιπτώσεις υψηλού πληθωρισμού. Συγχρόνως, τα επιτόκια με τον πληθωρισμό και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες παρουσιάζουν πολύ μεγάλη συσχέτιση. Τα υψηλά επιτόκια σημαίνουν υψηλότερο κίνδυνο και άρα οι αποδόσεις για να προσελκύσουν τους επενδυτές θα είναι μεγαλύτερες. Αυτό έχει ως συνέπεια προσέλκυση ξένων επενδύσεων και εισροή ξένου συναλλάγματος στην οικονομία προκαλώντας ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος.
Ενώ πλήθος οικονομολόγων και τεχνοκρατών τονίζει πως η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια, ο κ. Ερντογάν αναφέρει πως είναι «η μητέρα όλων των δεινών » και πως χαμηλά επιτόκια προκαλούν χαμηλό πληθωρισμό. Ο οικονομολόγος AndyHarless το αξιολόγησε ωσάν κάποιος να θέλει να σταματήσει την βροχή κρατώντας ομπρέλα. Τα χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού δίνουν την δυνατότητα στις Κεντρικές Τράπεζες να διατηρούν χαμηλά επιτόκια και όχι το αντίθετο.
Τέλος, υπάρχει μεγάλος αριθμός συλληφθέντων ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων, συγγραφέων. Αυτό επηρεάζει τις σχέσεις μεταξύ επενδυτών αλλά και σε επίπεδο χωρών δημιουργούνται συγκρούσεις, σίγουρα έως ότου τελεσιδικήσουν οι υποθέσεις τους. Για παράδειγμα, η σύλληψη του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον έχει επιδεινώσει τις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας ανοίγοντας έναν εμπορικό πόλεμο. Οι ΗΠΑ από τη μεριά τους έβαλαν δασμούς στο ατσάλι 20% και στο χάλυβα 50%. Από την άλλη μεριά η Τουρκία αύξησε την φορολογία σε αμερικανικά προϊόντα και παράλληλα προσέφυγε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου επιζητώντας λύση.
Μια κατάσταση σαν αυτή που μόλις περιεγράφηκε επηρεάζει τους Όρους Εμπορίου, σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Είναι ένας δείκτης που σχετίζει τις τιμές των εισαγωγών με αυτών των εξαγωγών . Συνδέεται προφανώς με το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών. Αν το ποσοστό των τιμών των εισαγωγών υπερβαίνει αυτό των εξαγωγών τότε οι όροι εμπορίου έχουν μειωθεί δυσμενώς για την εγχώρια οικονομία και συνεπώς μειώνουν την εξωστρέφεια των προϊόντων της οικονομίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος και την αποδυνάμωση της οικονομίας.
Καταλήγοντας, η πτώση της λίρας παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Μη ξεχνάμε πώς αναφερόμαστε σε ένα σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Υπάρχει η ευελιξία της νομισματικής ανεξαρτησίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ωστόσο, υπάρχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα και ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού ο οποίος οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο υποτιμήσεων. Συνεπώς, η Τουρκία θα πρέπει να στοχεύσει στα ακόλουθα. Πρώτον, θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια για να προσελκύσει περισσότερους επενδυτές. Δεύτερον, θα πρέπει να αυξήσει της εξαγωγική της δραστηριότητα. Τρίτον, να προσελκύσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Τέταρτον, να προσπαθήσει να μειώσει την εξάρτηση της από το πετρέλαιο και να στραφεί σε άλλες πηγές ενέργειας. Πέμπτον, να γίνουν προσπάθειες εξομάλυνσης των διμερών της σχέσεων τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτά σε ένα αρκετά ευρύ πλαίσιο αποτελούν μόνο την αρχή. Σίγουρα θα πρέπει να κινηθούν προς αυτή τη κατεύθυνση ώστε να αποφευχθεί η στάση πληρωμών, τα capital-controls και η βοήθεια από ΔΝΤ.
*
Δημήτριος Πανάς, Οικονομολόγος
Απόφοιτος Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ασκούμενος Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων
—
Σχετική βιβλιογραφία (ανακατεύθυνση στις πηγές):
tradingeconomics.com | ft.com | washingtonpost.com | focus-economics.com