Ο Δικαστικός Έλεγχος Συνταγματικότητας των Νόμων και η Πρόταση Ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, άρθρο για την Συνταγματική Αναθεώρηση
της κας Μαρίας Αγγελή *
«… το πνεύμα του ελληνικού Συντάγματος είναι κατ’ εξοχήν πνεύμα ελευθερίας»
Αλ. Σβώλος
Αναφορικά προς τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, αποτελεσματικός φέρεται να είναι μόνον ο δικαστικός έλεγχος, διότι ο δικαστής είναι τρίτος τόσο ως προς το συντακτικό όσο και τον κοινό νομοθέτη κι έτσι, συνεπεία της ουδετερότητάς του αυτής, καθίσταται, κατά το δυνατόν, ο πλέον αντικειμενικός κριτής.
Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια αποτελεί μία μακρά ελληνική συνταγματική παράδοση, ενώ προβλέπεται στα θεωρούμενα ως πλέον δημοκρατικά Συντάγματα του νέου ελληνικού Κράτους δηλαδή, στο ισχύον Σύνταγμα και στο Σύνταγμα του 1927.
Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι απόρροια του χαρακτήρα του Συντάγματος ως θεμελιώδους νόμου σε συνδυασμό με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 26 του ισχύοντος Συντάγματος και την αρχή της ανεξαρτησίας των Δικαστηρίων, που προβλέπεται στα άρθρα 87 επ. του Συντάγματος και θετικοποιείται με τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία, «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα».
Κατά τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, τα Δικαστήρια ελέγχουν μόνο την αντίθεση του περιεχομένου του νόμου προς το Σύνταγμα δηλαδή, την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα αυτού, με μόνη εξαίρεση στο δικαστικώς ανέλεγκτο της τυπικής αντισυνταγματικότητας, (δηλαδή, των εσωτερικών τυπικών στοιχείων του νόμου) να βρίσκεται στη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 εδ. γ του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι «Τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά· δεν επιτρέπεται, με ποινή την ακυρότητα, να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων».
Το Σύνταγμα περαιτέρω αναφέρεται στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια και στη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 κατά την οποία, «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος».
Ευστοχότερη θα ήταν η διατύπωση της άνω διάταξης του άρθρου 87 παρ. 2 Συντάγματος αν εισήγαγε θετικά και όχι αρνητικά την υποχρέωση των δικαστών να μη συμμορφώνονται με διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος, καθώς και αν προέβλεπε υποχρέωση της δικαστικής λειτουργίας να κηρύσσει αντισυνταγματική την πολιτειακή εκτροπή ή κατάλυση της συνταγματικής τάξης με απόφαση του ΑΕΔ υποχρεούμενου να συνέλθει αυτεπαγγέλτως για τον σκοπό αυτό.
Παράλληλα, το Σύνταγμα ορίζει τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες του ΑΕΔ στις οποίες περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 ε. Κατά την εν λόγω διάταξη, η οποία ως στόχο έχει τη διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας ως μέσου για την επίτευξη της ασφάλειας δικαίου, το ΑΕΔ είναι αρμόδιο «για την άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 100 παρ. 5 του Συντάγματος, «Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου αυτού. Η ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηματισμό και αποφαίνεται οριστικά, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας.»
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι το Σύνταγμα υιοθετεί το σύστημα του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, με την εξαίρεση του άρθρου 100, όπου θεσπίζεται μία ιδιότυπη μορφή συγκεντρωτικού ελέγχου από το ΑΕΔ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, όλα τα Δικαστήρια κάθε δικαιοδοσίας και βαθμού έχουν την εξουσία και αρμοδιότητα να εξετάσουν τη συνταγματικότητα των νόμων που κρίνουν εφαρμοστέους κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης. Σαφώς προκύπτει και ότι ο θεσμός της συνταγματικής δικαιοσύνης λειτουργεί με τη μορφή του παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων τα Δικαστήρια προσδιορίζουν με ακρίβεια την εφαρμοστέα διάταξη ή τις εφαρμοστέες διατάξεις στην επίδικη σχέση, ώστε ο παρεμπίπτων έλεγχος να είναι συγκεκριμένος.
Εφόσον στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας κριθεί ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς η μη εφαρμογή να συνεπιφέρει και κατάργηση του, καθότι η υποχρέωση μη εφαρμογής του αντισυνταγματικού νόμου είναι όλως διάφορη από την κατάργηση αυτού, με την τελευταία να συνίσταται στην εκβολή του από την έννομη τάξη και την παύση της νομικής ισχύος του.
Γίνεται λοιπόν, φανερό ότι με το ισχύον σύστημα του διάχυτου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων δίνονται πολλοί ερμηνευτικοί χρωματισμοί στους νόμους και το Σύνταγμα. Οι τυχόν αντιφατικές κρίσεις των Δικαστηρίων φέρονται τάχα να πλήττουν την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία εδράζεται κυρίως στην γνώση τού τι ισχύει και είναι σύμφυτη με το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Αυτή η ασφάλεια δικαίου προσδοκάται ότι θα διασφαλιστεί με την ίδρυση και λειτουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Χώρα μας.
Εν τούτοις, η σύσταση ειδικής συνταγματικής δικαιοδοσίας ως δικαιοδοσίας ελέγχου της συνταγματικής νομιμότητας συνεπάγεται την ουσιαστική κατάργηση του συστήματος διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και την ταυτόχρονη δημιουργία ενός συστήματος συγκεντρωτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων από ένα κεντρικό όργανο.
Έτσι, η ενδεχόμενη ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, με τη διαδικασία αναθεώρησης του ισχύοντος Συντάγματος θα έχει, κατ’ αρχή, να αντιμετωπίσει μια ριζωμένη μακραίωνη συνταγματική παράδοση ως προς την σχέση της δικαστικής με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, η οποία και αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου, δοθέντος ότι η αρχή του κράτους δικαίου περιλαμβάνει και τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων.
Παράλληλα, αναφύεται το ζήτημα του εάν είναι εφικτή η ίδρυση ενός αμιγώς Συνταγματικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις προβλέψεις του ισχύοντος Συντάγματος. Ως προς το ζήτημα αυτό διατυπώνονται δύο αντίθετες απόψεις – εκδοχές,
Υπό την πρώτη εκδοχή το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων ως διάχυτο, εξαιρώντας τον από τη δυνατότητα αναθεώρησης ως εντασσόμενο στον σκληρό πυρήνα του κράτους δικαίου και ως εκ τούτου, η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτή.
Υπό τη δεύτερη εκδοχή, το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει το διάχυτο δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων ως εντασσόμενο στον σκληρό πυρήνα του κράτους δικαίου και συνεπώς, η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι επιτρεπτή.
Σε κάθε όμως, περίπτωση η τυχόν ανάθεση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων συγκεντρωτικά σε ένα Συνταγματικό Δικαστήριο θα πρέπει να κινείται από την ανάγκη ανάπτυξης της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ως θεμελίου του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Ειδικότερα, είναι γεγονός ότι η θέσπιση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου καταργεί από τον κάθε Δικαστή την υποχρέωση, η οποία όμως, ανάγεται σε εξουσία προς διάχυτο, παρεμπίπτοντα και συγκεκριμένο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και μεταθέτει αυτόν, μέσω της μορφής ερωτήματος, προς ένα Ειδικό Δικαστήριο ελέγχου συνταγματικότητας. Αφαιρεί δηλαδή, την κατά το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος δυνατότητα να γίνεται έλεγχος της νομοθετικής εξουσίας από όλα ανεξαιρέτως τα Δικαστήρια κι από καθέναν ανεξάρτητο φυσικό Δικαστή. Κατά συνέπεια, μια τέτοια πρόβλεψη θα προξενούσε ανισορροπία στις σχέσεις των τριών εξουσιών, καθόσον ενισχύει τη νομοθετική και εκτελεστική έναντι της δικαστικής εξουσίας, αφού αφαιρείται η κατά τα ως άνω δυνατότητα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων από το σύνολο των μελών αυτής (ενν. της δικαστικής εξουσίας) περιοριζόμενη σε ένα ελάχιστο αριθμό αυτών, με αποτέλεσμα και η ανεξαρτησία του Δικαστή να απομειώνεται, δοθέντος ότι αυτός δε θα μπορεί να αποτυπώσει στην απόφαση του αυτά που κατά συνείδηση έχει διαπιστώσει.
Πέραν τούτων είναι γεγονός ότι στη μέχρι τώρα λειτουργία του Πολιτεύματος και στην πράξη υφίσταται σύγχυση και αλληλεπίδραση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Επίσης, γεγονός είναι ότι κάποιες Κυβερνήσεις επιθυμούν το μειωμένο έλεγχό τους από τη Δικαιοσύνη άλλοτε για μη διατυπωμένες ορθά ρυθμίσεις και άλλοτε για πραγματικά δόλιες δράσεις. Σε κάθε περίπτωση ο έλεγχος της κυβερνητικής δράσης από το σύνολο των μελών του Δικαστικού Σώματος είναι προφανές ότι θα δημιουργήσει όχι μόνο προσκόμματα, αλλά θα αναγείρει και αναχώματα σε τυχόν μη σύννομη κυβερνητική δράση, προστατεύοντας τα έννομα αγαθά που τυχόν θίγονται.
Διατυπώνονται ωστόσο, διάφορες αιτιολογίες και επιχειρήματα, τα οποία σε γενικές γραμμές κινούνται γύρω από τον ισχυρισμό ότι ο ως άνω διάχυτος δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων δυσχεραίνει την άσκηση της κρατικής εξουσίας, παρακωλύοντας το κυβερνητικό έργο και εξ αυτού του λόγου θα πρέπει τάχα να υπάρξει ένα Συνταγματικό Δικαστήριο για να ελέγχει τη συνταγματική νομιμότητα σε σύντομο χρόνο. Είναι όμως, πασίδηλο ότι θέσπιση ενός τέτοιου οργάνου παρεκτός του ότι ενέχει τον εγγενή κίνδυνο χειραγώγησης του, απονέμει σε αυτό εξουσία αυθεντικής ερμηνείας, η οποία όμως, ταυτόχρονα αφαιρείται, ως προελέχθη, από το σύνολο των μελών του Δικαστικού Σώματος στο οποίο βέβαια, περιλαμβάνονται πολύπειροι, αλλά φευ και Ανώτατοι Δικαστές.
Βαθαίνει με τον τρόπο αυτό ολοένα και περισσότερο το χάσμα της ανισότητας μεταξύ των τριών διακριτών εξουσιών του Κράτους Δικαίου, με πραγματικό θιγόμενο το Λαό, στον οποίο, σύμφωνα με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, βασίζεται το Πολίτευμα και το Σύνταγμα.
Εξάλλου, το ισχύον καθεστώς ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων έχει αποδειχθεί ως σήμερα κατά το μάλλον ή ήττον επαρκές σε τρόπο ώστε να μην παρίσταται αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση με σκοπό τη δημιουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αντίθετα, ορθότερη παρίσταται η άποψη η συνταγματική περί του ΑΕΔ πρόβλεψη και η δικαιοδοσία των δικαστηρίων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 93 παρ.4 του Συντάγματος να παραμείνουν ως έχουν.
Συνοψίζοντας, η δικαιοδοσία ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων ασκείται σήμερα με διάχυτο έλεγχο. Ο διάχυτος έλεγχος, σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, είναι παρεμπίπτων και όχι ευθύς, ενώ συναφές χαρακτηριστικό του συνιστά και ο συγκεκριμένος και όχι αφηρημένος χαρακτήρας του, διότι πραγματοποιείται μόνο αν τις έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη για συγκεκριμένη υπόθεση και αφορά ο έλεγχος αυτός συγκεκριμένες διατάξεις και όχι το σύνολο του νόμου.
Η πρόταση ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου καταλήγει στη δημιουργία μιας νέας αυτοτελούς δικαιοδοσίας επίλυσης διαφορών και απονομής της δικαιοσύνης διακεκριμένης από τους διάφορους κλάδους της τακτικής δικαιοδοσίας,
Εν όψει των όσων παρατέθηκαν παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι η πρόταση ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου θα πρέπει να κριθεί με γνώμονα την ανάγκη ενίσχυσης και την αποφυγή αποδυνάμωσης αντίβαρων που θεσπίζονται στη συνταγματική έννομη τάξη.
Εν κατακλείδι, είναι κρίσιμη η επισήμανση ότι καμία συζήτηση επί του θέματος δεν μπορεί να τελειώσει αν δεν ξεκινήσει απ’ την αρχή δηλαδή, αν δε φωτισθεί απ’ αυτά που άφησαν παρακαταθήκη οι δάσκαλοι του σύγχρονου Ελληνικού Συνταγματικού Δικαίου. Συντρέχει λοιπόν, περίπτωση να θυμηθούμε τον εναρκτήριο λόγο του Αλ. Σβώλου, ως Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου (30.03.1929): «Την δε έδραν του Συνταγματικού Δικαίου, όπως έγραψε από του 1850 ο αρχαιότερος κάτοχος αυτής, ο Ν.Ι. Σαρίπολος, αντιλαμβάνομαι αληθώς ως την “ελευθεροτάτην των εδρών του Πανεπιστημίου”. Διδάσκοντες και διδασκόμενοι εξ αυτής πρέπει να αισθάνωνται ζωηρώς ότι το πνεύμα του ελληνικού Συντάγματος είναι κατ’ εξοχήν πνεύμα ελευθερίας»
* Μαρία Γ. Αγγελή, Δικηγόρος – Πρόεδρος Νομικού Συμβουλίου του Ε.Ο.Π.Ε.